- ντομάτα
- tomate
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ντομάτα — ντομάτα, η και τομάτα, η (λ. ιταλ.), ο καρπός του φυτού ντοματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… … Dictionary of Greek
αγγουροντοματοσαλάτα — η σαλάτα από αγγούρι και ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + ντομάτα + σαλάτα] … Dictionary of Greek
ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… … Dictionary of Greek
αζούλιστος — και ιγος, η, ο [ζουλίζω] 1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο») 2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό 3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων,… … Dictionary of Greek
ακοκκίνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν βάφηκε κόκκινος 2. αυτός που δεν κοκκίνησε από ντροπή, ο αναίσχυντος 3. (για φαγητό) αυτό που δεν περιέχει ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κοκκινιστός < κοκκινίζω] … Dictionary of Greek
ιμάμ-μπαϊλντί — το φαγητό που παρασκευάζεται από χαραγμένες μελιτζάνες με γέμιση από κρεμμύδι, σκόρδο, μαϊντανό και σάλτσα από ντομάτα και λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής τουρκ. λ. imam bayildi < bayilmak «λιποθυμώ, αγαπώ πολύ, πεθαίνω για κάτι»] … Dictionary of Greek
κακκαβιά — η [κακκάβι] 1. το περιεχόμενο, η χωρητικότητα τού κακκαβιού, η καζανιά 2. είδος σούπας με διάφορα είδη μικρών ψαριών, με ντομάτα και κρεμύδι … Dictionary of Greek
καπαμάς — ο είδος φαγητού από μοσχαρήσιο ή αρνήσιο κρέας, ροδισμένο πρώτα σε βούτυρο, στο οποίο προστίθενται ντομάτα και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapama (< ρ. kapamak «κλείνω, σκεπάζω»)] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek